χρυσοκάνθαρος

χρυσοκάνθαρος
ο, ΝΑ
χρυσοπράσινο σκαθάρι, το έντομο μηλολόνθη
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) νεόπλουτος, ξιπασμένος πλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + κάνθαρος «σκαθάρι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χρυσοκάνθαρος — chafer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιτονία ή χρυσοκάνθαρος — Γένος κολεοπτέρων εντόμων, το οποίο μαζί με άλλα συγγενή γένη ανήκε στην ομάδα των ανθόβιων και φυτοφάγων σκαραβαίων. Στο στάδιο του τέλειου εντόμου οι κ. τρέφονται με άνθη, καρπούς και οφθαλμούς φυτών –προκαλώντας σοβαρές ζημιές στους κήπους και …   Dictionary of Greek

  • χρυσοκανθάρους — χρυσοκάνθαρος chafer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοκάνθαρον — χρυσοκάνθαρος chafer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάραβος — Γένος εντόμων της μεγάλης οικογένειας των καραβιδών, της τάξης των κολεοπτέρων. Η οικογένεια αυτή είναι τόσο πλούσια σε είδη (πάνω από 20.000) ώστε μερικοί ζωολόγοι τη χωρίζουν σε διάφορες οικογένειες, που υποδιαιρούνται αντίστοιχα σε… …   Dictionary of Greek

  • κωλοκούβαρος — ο ο χρυσοκάνθαρος …   Dictionary of Greek

  • μηλολόνθη — (melolontha melolontha). Έντομο της οικογένειας των Σκαραβαιιδών, της τάξης των κολεοπτέρων. Έχει μήκος 3 περίπου εκ., χρώμα κοκκινωπό καστανό στα ανώτερα μέρη και μαυριδερό στα κατώτερα· στα πλευρά κάθε κοιλιακού τμήματος υπάρχει μια τριγωνική,… …   Dictionary of Greek

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

  • χρυσοκανθαρίς — ίδος, ἡ, Μ χρυσόμυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσοκάνθαρος + κατάλ. ίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσομήλη — η, Ν ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chrysomēla < χρυσόμηλα, πληθ. τού χρυσόμηλον, κατ επίδραση τού χρυσομηλολόνθιον «χρυσοκάνθαρος» ως προς τη σημ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”